- ανεπαχθής
- ης, ες1) необременительный; 2) спокойный, безмятежный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπαχθής — ἀνεπαχθής, ές (Α) 1. μη επαχθής, μη οχληρός 2. άνετος, μη κοπιαστικός 3. επίρρ. ανεπαχθώς με τρόπο που να μην ενοχλεί τους άλλους … Dictionary of Greek
ἀνεπαχθής — not burdensome masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθῆ — ἀνεπαχθής not burdensome neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθέστερον — ἀνεπαχθής not burdensome adverbial comp ἀνεπαχθής not burdensome masc acc comp sg ἀνεπαχθής not burdensome neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθεστέρων — ἀνεπαχθής not burdensome fem gen comp pl ἀνεπαχθής not burdensome masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθεῖς — ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem acc pl ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθές — ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem voc sg ἀνεπαχθής not burdensome neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθέστατα — ἀνεπαχθής not burdensome adverbial superl ἀνεπαχθής not burdensome neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθοῦς — ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθέσι — ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνεπαχθέσιν — ἀνεπαχθής not burdensome masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)